- επινυμφιδιος
- ἐπινυμφίδιοςἐπι-νυμφίδιος2свадебный, брачный Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επινυμφίδιος — ἐπινυμφίδιος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για νύφη, νυφικός, νυφιάτικος … Dictionary of Greek
ἐπινυμφίδιος — bridal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινυμφίδιον — ἐπινυμφίδιος bridal masc/fem acc sg ἐπινυμφίδιος bridal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)